Κυκλώπιος

Κυκλώπιος
Κυκλώπιος, α, ον,
A = Κυκλώπειος, πρόθυρα Pi.Fr.169.6; γᾶ, i.e. Mycenae, E.Or.965 (lyr.), cf. IA265 (lyr.), HF15; τροχός, of the 'circuit of the walls' of Mycenae, S.Fr.227; v. Κυκλώπειος 2:— pecul. fem. [full] Κυκλωπίς, ίδος

, ἑστία E.IT845

(lyr.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Κυκλώπιος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυκλώπιος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυκλώπιος — ία, ο (Α κυκλώπιος, ία, ον, θηλ. και εία και ποιητ. ανώμ. τ. κυκλωπίς, ίδος) [Κύκλωψ] κυκλώπειος νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. η κυκλωπία συγγενής τερατογονική παραμόρφωση που χαρακτηρίζεται από συνένωση τών δύο οφθαλμικών κόγχων και την ύπαρξη ενός… …   Dictionary of Greek

  • Κυκλωπίων — Κυκλώπιος fem gen pl Κυκλώπιος masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κυκλώπιον — Κυκλώπιος masc acc sg Κυκλώπιος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κυκλωπιᾶν — Κυκλώπιος masc/fem gen pl (doric) Κυκλωπία the tale of the Cyclops fem gen pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυκλωπιᾶν — Κυκλώπιος masc/fem gen pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κυκλωπίοις — Κυκλώπιος masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κυκλωπίοισιν — Κυκλώπιος masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυκλωπίς — Κυκλώπιος fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κυκλώπια — Κυκλώπιος neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”